Το ξύλο στήριζε την πέργκολα.
Το ξύλο ήταν λουστραρισμένο όμορφα κι έδειχνε σαν καινούριο.
Το ξύλο ήταν εκεί πολλά χρόνια.
Το ξύλο είχε δει βροχές. Χιόνια. Καταιγίδες. Ήλιο.
Το ξύλο είχε περάσει υγρασία και ξηρασία.
Με την ίδια αντοχή. Με την ίδια καρτερία.
Ακίνητο σαν ξύλο. Ξύλινο.
Το ξύλο δεν το ένοιαζε τι καιρό κάνει.
Ήταν εκεί, γιατί είχε μια δουλειά.
Να στηρίζει τη πέργκολα. Αυτό έκανε κι αυτό θα έκανε.
Κανένας δεν μπορούσε να του πάρει τη δουλειά. Ποιος να θέλει να κάνει το ξύλο;
Να στέκει εκεί και να βαστάει την πέργκολα; Κάνεις.
Κι αυτό έστεκε και ερχόταν κόσμος κάτω από την πέργκολα. Στη αρχή ο μπαμπάς με τη μαμά και το παιδάκι στην κούνια.
Το καλοκαίρι όλοι θυμούνται την πέργκολα. Μετά, που το παιδάκι μεγάλωνε, το έσκαγε κι έβγαινε έξω στη βεράντα. Έτρεχαν οι γονείς. Προσοχή. Έπεσε. Μη χτυπήσει. Πιανόταν από το ξύλο και σηκωνόταν. Φιλιά και αγκαλιές
Μετά ήταν το άλλο παιδάκι στο καρότσι. Κόσμος πολύς, κάποιες φορές.
Φωνές, γέλια, πολλά παιδάκια. Φύλα τα. Εκεί στο ξύλο. Πέντε, δέκα, δεκαπέντε...
Άλλες φορές μόνο οι δυο τους. Χαμηλά τα φώτα. Μυρωδιά του κρασιού... Φιλιά κι αγκαλιές.
Μετά, κανείς.
Μετά το κρύο.
Τα παιδιά μεγάλωναν.
Μια φορά, ο μεγάλος γιος, το χτύπησε το ξύλο, δυνατά, φωνάζοντας. Το ξύλο δεν καταλαβαίνει από φωνές ούτε από χτυπήματα. Όμως, λίγο κουνήθηκε.
Λίγο. Δεν έγινε και τίποτε.
Όχι. Δεν έγινε.
Φιλιά κι αγκαλιές.
Μετά, ήταν μόνο τρεις. Έτσι είναι τα παιδιά, είπαν οι δυο τους, ένα μεσημεράκι που είχε λίγη υγρασία κι ήταν φθινόπωρο κι άρχιζαν τα εξάμηνα. Φεύγουν μια μέρα ξαφνικά, μέσα στο φθινόπωρο. Στον ουρανό, ένα κοπάδι πουλιά έκανε σχηματισμούς.
Πρόβα αποδημίας.
Κι επάνω στο ξύλο, είδαν ένα Η κι ένα Ν, χαραγμένα κάτω, κάτω χαμηλά, από παιδικά, αδέξια χεράκια.
Γι' αυτό υπάρχει το ξύλο. Για να πει καμιά ιστορία. Και για να είναι εκεί, όσο η ιστορία θα συνεχίζεται.
Και για να κρατάει την πέργκολα,, φυσικά.
Φιλιά κι αγκαλιές.