Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

Η Ζώνη Ι


Έχω δώσει και στο παρελθόν δείγματα πως είμαι κάτι σαν αλαφροΐσκιωτο θα με πεις, για το Δρομοκαϊτειο θα με πεις, δεν ξέρω πώς θα με πεις, όπως θες, πες με. Και γιατί ξεκινώ έτσι:

Γιατί εχθές το βράδυ, είδα την Παναγία στο ύπνο μου!

Σιγά το πράμα, θα αναφωνάξετε οι μισοί. Αμέσως, να μιλήσετε, μη χάσετε, που βλέπετε την Παναγία κάθε Τρίτη και Πέμπτη και όταν είναι αραιά οι γιορτές στο εορτολόγιο και προλαβαίνει να πάρει μια ανάσα, πετάγεται και από κα ’να κρεβάτι μεριά, να δώσει οδηγίες.
Παραθέτω μαρτυρίες συνανθρώπων μου:

«…Εμένα, μεγάλη η Χάρη της, μου βρήκε το δαχτυλίδι της μάνας μου, που το ’χα χαμένο από το σεισμό, του 1999, που βγήκαμε αλλόφρονες και πήρα τα κοσμήματα στη χαρτοπετσέτα, να μη μου τα αρπάξει κανείς κλέφτης, από μέσα από τη μπιζουτιέρα και μετά νόμιζα πως μού ‘πεσε από τη χαρτοπετσέτα, που ήταν τρύπια κι έβαλα το Γιωργάκη να ψάχνει ανάμεσα σε άλλους σεισμόπληκτους, (αλλόφρονες όλοι μας, με το μάτι θολό, να φωνάζουμε τη μάνα του αντρός μου, που έκλαιγε τη Σμύρνη και έτρεχε με κατεύθυνση προς Βορράν) και το ποδοπάτησαν το παιδί και έπαθε αγοραφοβία και τώρα δεν πάει ούτε για ψώνια, να ξεσκάσει, όλη μέρα μέσα στο internet και εγώ να τα σκάω στους ψυχολόγους. Κι ύστερα, αφού το δαχτυλίδι δεν βρέθηκε πουθενά, σαν να άνοιξε η γη και το κατάπιε, που η γη άνοιξε μεν, κατά τόπους, αλλά δεν το κατάπιε τελικώς, υποπτεύτηκα την καημένη την Ασασόν που μας καθάριζε το σπίτι και έφυγε μετά από δύο μήνες για τη Φιλιππινεζία, απ’ όπου κατάγετο κι αυτή και η μάνα της κι όλο της το σόι, που μας κουβαλιούνται εδώ πέρα και μας παίρνουν τις δουλειές. Γιατί εδώ, δεν έβρισκε πουθενά να δουλέψει εσωτερικιά και πήρε το καημένο κι αυτή των ομματιών της και πάει. Κάτω από το πλυντήριο. Όχι η Ασασόν! Το δαχτυλίδι!...»

«… Κι εμένα μου είπε, σαν τώρα το θυμάμαι, να την αφήσω τη Σάσα, που ήμασταν παντρεμένοι 10 χρόνια και είχαμε και 2 παιδιά και όλο γκρίνιαζε πως είμαι τεμπέλης και ξενοκοιτάω και να την κάνω με τη Λέλα, που έκανε κι εκείνο το ωραίο…»

ΩΠΑ! Τέρμα οι ιστορίες. Τώρα θα πω εγώ. Εγώ το ξεκίνησα, δικό μου είναι το μπλογκ, άμα θέλετε θρησκευτικά θέματα, ανοίξτε δικό σας και πάρτε και τη Λουκά να σας κάνει ναρέισιον! Και συνεχίζω την δακρύβρεχτον ιστορία μου:
Πέσαμε λοιπόν να ρημαδοκοιμηθούμε, να ξεκουράσουμε τα αλαβάστρινα κορμιά μας, (που ’χουνε σκεβρώσει απ’ την υγρασία, φέτος άλλο πράμα, παιδί μου, στάζουνε όλα, όχι ρούχα ν’ απλώσεις, τίποτα, τίποτα, πού για να κάτσω το πρωί στη σέλα, στο μηχανάκι, σκουπίζω με σαράντα βετέξ, μα τι λέω πια, πάψτε με κάποιος!) καθότι την άλλη ημέρα ξημέρωνε εργάσιμος και έπρεπε να πάμε για το μεροκάματο. Δεν πρέπει να είχε περάσει και πολλή ώρα που έπαιρνα τον ύπνο μου και ξυπνάω(;) αλαφιασμένος. Σαν να άκουγα ένα βίντσι να κατεβάζει κάτι τρίζοντας. Ανατριχιασμένος, ανοίγω το ένα μάτι (το καλό, γιατί το άλλο, ανοίξει δεν ανοίξει, το αποτέλεσμα ίδιο). Το ανοίγω λοιπόν και τι να δω: ΤΙΠΟΤΑ. Δεν είδα τίποτα. Μαύρο σκοτάδι. Πιο μαύρο κι από έρεβος. «Τυφλώθηκα, Παναγία μου», φωνάζω και ακούω μια φωνή πίσω μου: «Μη λες ονόματα και καρφωθούμε, είμαι ινκόγκνιτο, γι’ αυτό έκανα Σκότος». «Παναγία μου» είπα, σιγά-σιγά, μπας και μ’ ακούσει -ποιος;- αλλά ήμουν ήδη τόσο φοβισμένος και συγχυσμένος με την κατάσταση στην οποία είχα περιέλθει, που δεν είχα περιθώρια για αντιρρήσεις ή επαναστάσεις… «Στο κάτω-κάτω μη μιλάς και καθόλου», λέει η Φωνή, «ξέρω να διαβάζω και τη σκέψη». «ΟΛΕΣ», μου απαντάει αμέσως, στην ερώτηση «Όλες ή μόνο τη δική μου;» που μόλις είχε γεννηθεί στο κεφάλι μου. Αμάν πώς έμπλεξα, σκέφτηκα, ούτε να σκεφτώ δεν μπορώ πια, αλλά τι σημασία έχει τώρα η σκέψη; Σκέφτηκα και μπερδεύτηκα. Σκέφτηκα-είπα, το ίδιο και το αυτό. Καλύτερα να σταματήσω να σκέφτομαι, γιατί η σκέψη μου επαναλαμβάνει τον εαυτό της ¨κι αυτό είναι λάθος¨, που λέει και η Μαρινέλλα!» Η Φωνή με επανέφερε: «Μπορεί να έμπλεξες, αλλά θα κάνεις Θεάρεστο Έργο. Σκέψου το Μωυσή, τον Ιώβ, τον ένα τον άλλο… Τόσοι μάρτυρες μαρτύρησαν για το Θεό». Ναι, πράγματι μαρτύρησαν, είπα στα μουγκά. Τουλάχιστον είχαν κι ένα λόγο. Εγώ, που μαρτυράω κάθε μέρα, στο λεωφορείο, στο γραφείο, στην ουρά της Τράπεζας, Εφορίας, ΙΚΑ, ΟΑΕΕ, ΤΑΠΙΤ, ΜΠΟΥΜΠΙΤ (δεν υπάρχει), ΔΕΗ, ΟΤΕ, Γερμανός, Βώνταφων, Κοσμοτέξ αϊμ γιόοοοοοοορζζ που λέει και ο Τζέισον ο Μραζ…, «ΜΗΝ ΕΙΣΑΙ ΒΛΑΣΦΗΜΟΣ», με τάραξε από το παραλήρημα πληρωμών, στο οποίο πέφτω συχνά. «Τιμή σου που σε διάλεξα. Και τώρα άκου με». Λες κι έκανα κάτι άλλο, μέχρι εκείνη την ώρα… «Μου χάλασε η ζώνη μου και δεν έχω άλλη. Να πας να βρεις εκείνο τον αχαϊρευτο και να του πεις να μου φέρει πίσω εκείνη που του είχα δανείσει, αλλιώς θα τον φέρω επάνω, (ΕΠΑΝΩ λέω) να μου τη δώσει εκείνος. Με τα χεράκια του. «Μα δεν ξέρω πού είναι», σκέφτηκα δειλά. «Άλλοι μιλούν για Αθήνα, άλλοι για επαρχία, άλλοι οτι τον έχει σε γυάλινο παλάτι ο Πούτιν. Άλλοι πάλι μιλούν για βάρκες, για αεροπλάνα, για νοσοκομεία, για αθενοφόρα, για φυλακές, για μοναστήρια, για στρατώνες. Στρατώνες όχι. Γράψε λάθος. Κι αν είναι, εκεί όπου είναι τέλος πάντων, θα έχει μαζί του και τη Ζώνη;». «Αυτός την περιφέρει παντού», ανταπάντησε με μια δόση ειρωνείας, η Πλατυτέρα. «Σε Ελλάδα και εξωτερικό. Αυτή δεν είναι ζώνη. Αεροσυνοδός είναι. Τι σε επίσημους την πάει, τι σε ημιεπίσημους, σε όποιον ¨αφήνει κάτι¨ ή και ¨κάτι παραπάνω¨. Άμα τον βρεις αυτόν, βρήκες και τη ζώνη. Το’ πιασες;». «Δεν είναι σίγουρο, σκέφτηκα, φανερά μπερδεμένος και φοβισμένος που τόλμησα έστω και να διανοηθώ να φέρω αντίρρηση. «Και με τη σκέψη αμαρτάνεις!», έλεγε η καημένη η θεία η Ασπασία και έριχνε και μια Παναγία στον άντρα της το θείο το Μένιο, που όλο τη διέκοπτε και της ¨γαμούσε την κουβέντα¨ όπως έλεγε. «Δίκιο είχε η θεία Ασπασία, είπε η Μεγαλόχαρη, η σκέψη είναι η αρχή της αμαρτίας. Και δικαίως έριχνε και Παναγίες -εμένα δηλαδή- στον άντρα της. Η καημένη…. Συγχωρεμένη! Δικαίως με έριχνε, γιατί αγανακτούσε! Τι ήθελε κι άλλος ο Χριστιανός, να πετάγεται; Όλο ¨Ασπασία μου και Ασπασία μου¨, αλλά την καλή την ατάκα, της την έκλεβε μέσα απ’ το στόμα… Πλατιάζουμε όμως και δεν μ’ αρέσει…. ΒΡΕΣ ΤΟΝ. Δεν μπορώ άλλο με το ριχτό, να κρέμεται δεξιά,-αριστερά, σκέψου και τη θέση μου, να χρειαστεί καμιά αγιογραφία, καμιά παρουσίαση, μέρες που είναι και να κρεμάει ο μανδύας; Δεν το θέλει κι Θεός!»
«Δώσε μου τουλάχιστον ένα κλου, Παναγία μου», σκέφτηκα σχεδόν φωναχτά. «Πού να ψάξω, ποιον να πάρω τηλέφωνο, εφημερίδες, περιοδικά, δημοσιογράφους, πλασιέ-υφυπουργούς, να μπω στο web, έχει Εφραίμ-λοκέιτινγκ αππς για το άει φώουν;» (έχω και το πρόβλημα της διεστραμμένης ορθογραφικά και όχι μόνο, σκέψης, που με ταλαιπωρεί και τώρα το πληρώνω). «Και τι είμαι εγώ, να σου δώσω κλου; Το μέντιουμ Πέπη; Όλα έτοιμα τα θέλετε πια, κουράστηκα να σας κάνω τα χατήρια. Με έχετε να με παρακαλάτε όλη τη μέρα, Παναγίτσα μου, το ένα, Παναγίτσα μου, το άλλο και εγώ τρέχω και δε φτάνω. Και από την άλλη, όλο στη βλαστήμια. Την Παναγία σου, την Παναγία σου.... Για να μη μιλήσω για το Γιο μου. Αυτόν κι αν τον έχετε στολίσει. Του τα ’λεγα εγώ: Τι χαλιέσαι και πας και σταυρώνεσαι; Αλλά όχι φίλε μου, σαν τον Πατέρα του. Άμα τους μπει κάτι στο κεφάλι, θα γίνει, Ο - Κόσ-μος - Να - Χα-λά-σει! Η Δευτέρα Παρουσία να γίνει, αυτοί εκεί. Το δικό τους. Και όταν χρειαστώ και ‘γω κάτι, (Παναγία είμαι, κάτι θα μου τύχει, βρε αδερφέ. Όλο στο δρόμο είμαι, Γη-Ουρανός, Γη –Ουρανός, κουράστηκα πια, να μην έχω λίγο πετί κας; Έχω τελείως  μπερδευτεί και φταίει και το ρημάδι το φουστάνι που δεν κάθεται) τότε γυρνάς κι εσύ και μου ζητάς και κλου! Δεν έχει κλου. Βρες το και παρ’ το. Και φερ’ το. Τέλος». Και ακούω πάλι εκείνο τον ήχο από το βίντσι, σαν κάτι να ανέβαινε, σαν να γύριζαν-ποιοι;- μια σκουριασμένη μανιβέλα, ένα μαγκάνι αιωνόβιο και κάπως πήρε να φωτίζεται λίγο το δωμάτιο από το πηχτό σκοτάδι.

Σηκώνομαι μούσκεμα. Ιδρώτας; Τίποτ’ άλλο; «Ιδρώτας», διαβεβαιώνω το δύστυχο εαυτό μου. Πού να πάω και σε ποιον να μιλήσω... Η Μαρία κοιμάται δίπλα μου, μακαρίως. Ούτε πλευρό δεν άλλαξε. Μόνο εγώ τα παθαίνω, αυτά, σκέφτομαι. Πηγαίνω στο δωμάτιο του Φοίβου, αλλού το κρεβάτι, αλλού τα σεντόνια, αλλού οι κουβέρτες, τελείως αλλού τα μαξιλάρια και κάπου αλλού το παιδί. Τυφώνας να ’χε περάσει, πιο καλά θα ’ταν το δωμάτιο. Εντάξει, όλα φυσιολογικά, σκέφτομαι, γιατί έτσι γίνεται το δωμάτιο, όταν είναι μέσα ο Φοίβος, κοιμάται-δεν κοιμάται. Πάω στο μπάνιο, κοιτάω στον καθρέφτη, τα μούτρα μου άσπρα, σαν να είχα δει φάντασμα. «Μα, φάντασμα είδα». Είπα στον εαυτό μου, για να το διασκεδάσω, (λες και μπορείς να διασκεδάσεις το ότι είδες φάντασμα). Ένα μόνο μου'ρθε στο μυαλό, σα σανίδα σωτηρίας: Η Τζένιφερ Λάβ Χιούιτ, αλλά έδιωξα τη σκέψη της αμέσως! Καλά, αυτό ήταν χειρότερο από φάντασμα. Πού ξέρω, αν δεν Της κάνω τη χάρη, τι θα γίνει, πού θα βρεθώ… Καλύτερα να αρχίσω το ψάξιμο, σκέφτηκα. Από αύριο το πρωί… Πήγα στο κρεβάτι μου, χωρίς να υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος, μιας και ο ύπνος μου είχε εξατμισθεί δια παντός, τουλάχιστον για εκείνη τη νύχτα…

Συνεχίζεται;

2 σχόλια:

Dinos είπε...

Α,ρε ξάδελφε....Α Π Α Ι Χ Τ Ο Σ !!!!ΤΈΛΕΙΟ,ΕΎΣΤΟΧΟ,ΠΕΤΥΧΗΜΕΝΟ(ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ Η ΘΕΙΑ ΑΣΠΑΣΙΑ ΔΙΚΑΙΩΘΗΚΕ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΟΥ)

dimiscon είπε...

Ευχαριστώ για τα καλά λόγια. Ακολουθεί συνέχεια...