Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

Μια Βόλτα στο Κέντρο

Μια βόλτα στο κέντρο, όπως κάποτε, είπα μέσα μου και πετάχτηκα μετά το γραφείο, για να δω τη μετά - Χριστουγεννιάτικη Αθήνα.

Απόγευμα 6 η ώρα, αλλά είχε ήδη σκοτεινιάσει. Κρύο πολύ, Γενάρης μήνας. Προσπαθούσα να χωθώ μέσα στο παλτό μου, για να μην κρυώνω. Γύρω λιγοστά τα ανοιχτά μαγαζιά. "Δευτέρα βρήκες να πας στο κέντρο, βλαμμένο;" έλεγα στον εαυτό μου που τουρτούριζε μέσα από το παλτό. Λίγος ήταν και ο κόσμος στο δρόμο. Τον τελευταίο καιρό, όλο και πιο λίγοι περπατούν στο δρόμο. Όλο και πιο λίγοι γελούν επίσης, παρατήρησα. Όλοι με σκυμμένο το κεφάλι, σιωπηλοί. Αν δεν σήκωνα κι εγώ το βλέμμα, να κοιτάξω γύρω μου, με σκυμμένο κεφάλι θα ήμουν. Προβληματισμός. Αν κοιτάξεις και πιο προσεκτικά, θα δεις και κάποιες σκιές στην άκρη του δρόμου, με σακούλες στα χέρια, ταλαιπωρημένους ανθρώπους, που ίσως θα κοιμηθούν έξω απόψε.

Κατεβαίνω τη Σταδίου. Φτάνω στην πλατεία Κοραή. Θέλω να περάσω απέναντι. Στην πλατεία Κλαυθμώνος οι σκιές πολλαπλασιάζονται. Περπατούν ανάμεσα στα δέντρα. Ψάχνουν ίσως κάπου να κουρνιάσουν; 

Πώς φτάσαμε σ'αυτό το σημείο;

Ήμουν παιδάκι, με τους γονείς μου στο κέντρο-πού το θυμήθηκα τώρα αυτό;- και περπατούσαμε στην πλατεία. "Γιατί τη λένε πλατεία Κλαυθμώνος; Ποιος ήταν ο Κλαυθμώνας;" ρώτησα, αφού το όνομα μου φαινόταν πολύ περίεργο. Είχα συνηθίσει να ακούω για την πλατεία Αμερικής (εντάξει, η Αμερική είναι η Αμερική), για την πλατεία Ομονοίας, Βικτωρίας... τα ονόματα μου φαίνονταν φυσιολογικά. (ή σχεδόν φυσιολογικά : Το "Κολιάτσου" δεν μου φαινόταν και τόσο φυσιολογικό, αλλά δεν είχα σκεφτεί ποτέ να ρωτήσω "Ποιος είναι ο Κολιάτσος;")

Ο πατέρας μου μού χαμογέλασε και μου είπε την ιστορία: Πριν το 1909, οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν ήταν μόνιμοι όπως σήμερα - που να'ξερες, πατέρα. Οι απολυμένοι λοιπόν, οι «Παυσανίες» όπως τους έλεγαν, πήγαιναν εμπρός από το Υπουργείο Εσωτερικών που ήταν τότε στην πλατεία και με κλάματα (κλαυθμούς) παρακαλούσαν να τους ξαναπροσλάβουν. Τέτοιες απολύσεις συνέβαιναν τακτικά σε κάθε αλλαγή κυβερνήσεως και οι σκηνές αυτές ήταν αρκετά συχνές στην πλατεία. Ένας από τους λόγους που μονιμοποιήθηκαν οι δημόσιοι υπάλληλοι, ήταν κι αυτός : Να μην μπαινοβγαίνουν, σε κάθε αλλαγή κυβέρνησης, διαφορετικοί άνθρωποι στο Δημόσιο και έτσι να λειτουργεί το Σύστημα. 

Μάλλον πρέπει να ξαναθυμηθούμε την ιστορία της πλατείας και να την αναβιώσουμε, σκέφτηκα και βλέποντας πως η βόλτα μου αποδεικνυόταν μάλλον άκαρπη, μιας και όλα τα καταστήματα ήταν σκοτεινά, πέρασα πάλι στην πλατεία Κοραή, για να ξαναγυρίσω προς τα πίσω.

Σταμάτησα σε ένα βιβλιοπωλείο, δίπλα στην πλατεία, που ήταν ανοιχτό και χάζεψα λίγο τα βιβλία. Πήρα κι ένα, για το οποίο μετανιώνω, μιας και δεν ήταν ό,τι περίμενα Ξαναβγήκα στο κρύο.

Οδός Πανεπιστημίου. "Ελευθερίου Βενιζέλου", είχα διαβάσει στην πινακίδα, μια από τις πρώτες φορές που κατέβαινα μόνος μου στο κέντρο, σαν έφηβος. Ρώτησα κι όλας, έναν κύριο και με κοίταξε καλά καλά ο άνθρωπος:
"Συγγνώμη, ποια είναι η Πανεπιστημίου;" "Καλά, με δουλεύεις; Αυτή είναι η Πανεπιστημίου"  . "Μα εδώ λέει "Ελευθερίου Βενιζέλου", επέμεινα εγώ.
Κοίταξε την πινακίδα, απορημένος και μου είπε με απολογητικό ύφος πως είχα δίκιο, αλλά αυτή ήταν (εκτός από την Ελευθερίου Βενιζέλου) ΚΑΙ η Πανεπιστημίου. Ταυτοπροσωπία!!!

Ακαδημία, Πανεπιστήμιο, Βιβλιοθήκη. Χιονόνερο. Δυο, τρεις τρέχουν μαζί μου, να περάσουμε απέναντι, πριν το φανάρι γίνει κόκκινο. Το να περάσεις φανάρι πεζός στην Αθήνα, είναι λίγο ριψοκίνδυνο. Γι'αυτό, περνάμε τα φανάρια τρέχοντας. Κι αν κανένα αυτοκίνητο δεν σταματήσει στο κόκκινο και μας"κόψει", που έλεγε κι η γιαγιά μου, εμείς θα φταίμε. Ουδέν κακόν αμιγές καλού, μονολογώ, μιας και η τρεχάλα με ζέστανε λίγο. Περνάω από τους θάμνους, έξω από την Ακαδημία και τη Βιβλιοθήκη. Θυμήθηκα το γιο μου...

Κάποτε, πριν 3-4 χρόνια τον είχα πάρει βόλτα στο κέντρο, όταν μου είπε το μαγικό "Μπαμπά. τσίσα". Τι να πεις τώρα στο πεντάχρονο; "Κρατήσου, να σε πάω στο καφέ της Ιπποκράτους;" Όταν το πεντάχρονο λέει "Μπαμπά, τσίσα" δεν εννοεί "Μπαμπά, τσίσα" σε μία ώρα, ή σε δέκα λεπτά ή ακόμα και σε δέκα δευτερόλεπτα. Εννοεί "Μπαμπά, τσίσα, τώρα, ΤΩΡΑ ΕΙΠΑ, δεν προλαβαίνεις ούτε το παντελόνι να μου κατεβάσεις, μην επιχειρήσεις, είναι μάταιο, μάταιο, μάταιο....ουφφφ, τα 'κανα!" Γρήγορα, γρήγορα και με την ενοχή να με κατακλύζει, τον τραβάω, σχεδόν τον σέρνω, πίσω από ένα θάμνο της Βιβλιοθήκης. (Ντροπή σου, ντροπή σου, λέω μέσα μου ρεζιλοπατέρα, αυτές τις αρχές δίνεις στο γιο σου "Κατούρα στο δρόμο, έξω από τα μνημεία...") Δεν προλαβαίνω να ολοκληρώσω τον καταιονισμό παρατηρήσεων στον εαυτό μου και βλέπω το ασύλληπτο: Σύριγγες. Σωρός. Το δικό μου αμάρτημα εκμηδενίζεται δια μιας. Τι απαντάμε τώρα στο παιδί, που ρωτάει "Τι είναι αυτά τα εμβόλια;" Ποια εμβόλια, καμάρι μου, τι νομίζεις πως είναι εδώ, ο παιδίατρος; Εδώ βαράνε ενέσεις στην Πανεπιστημίου, δίπλα στο "ΤΕΡΜΑ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟΥ ΑΘΗΝΑ - ΣΑΡΩΝΙΔΑ Κατεβείτε μαντάμ, φτάσαμε".

Έτσι ο γιος μου έμαθε στα πέντε του για τα ναρκωτικά. Ελπίζω να μην ξαναασχοληθεί με το θέμα...

Νομίζω πως η βόλτα μου έχει πάρει την κάτω βόλτα. Έχω αρχίσει πάλι να γίνομαι γραφικός με τη μουρμούρα.... Όμως εκείνη την ώρα οι σκέψεις μου σπρώχτηκαν στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Κάτι γέμιζε το κεφάλι μου και δεν άφηνε χώρο για τίποτε άλλο. Στην αρχή, δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν... πέρασαν μερικά δέκατα του δευτερολέπτου...

Μια μυρωδιά! Από πού έρχεται; Τόσο γνώριμη... Μέσα στο καθαρό ελαφρύ βοριαδάκι, το απαλλαγμένο από τα καυσαέρια -Δευτέρα απόγευμα γαρ- αναδυόταν η Καταπληκτική Μυρωδιά από τους λουκουμάδες του "Αιγαίου". Το διάσημο λουκουματζίδικο Πανεπιστημίου και Χαριλάου Τρικούπη, με καλούσε, όπως τότε, το 1985 που ερχόμαστε όλο το φροντιστήριο και καμιά φορά και ο καθηγητής, μετά το μάθημα, να τσιμπήσουμε καν'α λουκουμαδάκι. Ένα πιάτο ανά τέσσερις. Πού λεφτά για ολόκληρη μερίδα. Δεν μας πείραζε όμως. Γυρνούσαμε σπίτι και, όταν πέφταμε στο κρεβάτι, η μυρωδιά της κανέλας και του μελιού, έφτανε μέχρι βαθιά στον ύπνο μας.

Πώς να αντισταθείς τώρα σ'αυτή τη μυρωδιά; Αναμνήσεις με μέλι! Μπήκα μέσα και έφαγα μια ωραιότατη, μελωμένη πιατάρα, με καρύδια, ζεστή και μοσχοβολιστή! Ολόκληρη. Μόνος μου. Χωρίς συμμαθητές από το φροντιστήριο, αλλά δε βαριέσαι... Ζεστάθηκα μέσα-έξω. Μου' φυγε κι η στεναχώρια και πήρα το δρόμο της επιστροφής, με άλλο κέφι.

Αν βρεθείτε στη γειτονιά, μην το χάσετε. Στο διάολο και οι θερμίδες! Ζήτω οι μικροχαρές!

8 σχόλια:

Tremens είπε...

Αχ οι λουκουμάδες του Αιγαίαου, υπάρχουν ακόμα; Δεν θυμάμαι πόσα χρόνια έχω να φάω αυτό το αριστούργημα, μου φαίνεται Σάββατο πρωί θα πάω κέντρο!

dimiscon είπε...

tremens : Αξίζει, να πας!

Δια Βίου Ανέλιξη ΚοινΣΕπ είπε...

Εικόνες και μυρωδιές που ξυπνούν μνήμες ... η άκρη του νήματος της ζωής μας που ξεντυλίγεται μπροστά μας

dimiscon είπε...

Βάσω Α. : Η μνήμη της μυρωδιάς. Πιο δυνατή απ'όλες!

Dinos είπε...

πολύ όμορφο,γλαφυρό και νοσταλγικό....

dimiscon είπε...

Dinos : Σαν τους λουκουμάδες! lol

Ανώνυμος είπε...

Στο διάολο και ακόμα παραπέρα! Συμφωνώ αγαπητέ!

ΥΓ. Ένα βιβλίο που δεν είναι ότι πρέπει για σας, μπορεί να είναι για κάποιον άλλον... :)

Ρ.Α. Με Μαγιό

dimiscon είπε...

Ρ.Α. Με Μαγιό : Πόσο δίκιο έχετε για το βιβλίο! Το χάρισα σε ένα φίλο, που του άρεσε... Φίλοι μεν, με διαφορετικέ λογοτεχνικά γούστα δε.