Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2020

Ένα θλιμμένο τραγουδάκι

Ήμουν πολύ μικρός. Τεσσάρων χρονών ίσως. Η μάνα μου πρέπει να είχε σε κάποια δουλειά να πάει κι έτσι με άφησε στη Βαγγελίτσα, τη θυρωρό της πολυκατοικίας, να με φυλάει, μέχρι να γυρίσει εκείνη.

Ήταν βραδάκι. Θυμάμαι πως έβλεπα το δρόμο, έξω από τη τζαμαρία της εισόδου της πολυκατοικίας, σκοτεινό και τα φώτα πρέπει να είχαν ανάψει προ λίγης ώρας. Χειμώνας, έκανε κρύο.
Το θυρωρείο ήταν ένα είδος επίπλου, σε σχήμα ανάστροφου Γάμμα. Ήταν ξύλινο ραμποτέ, πιο στενό κάτω, που πλάταινε προς τα πάνω, για να καταλήξει σε ένα κατακόκκινο κάλυμμα από φορμάικα, γυαλιστερή και πάντα καθαρή, λόγω του πάθους της Βαγγελίτσας με την καθαριότητα.
Έστεκε λοιπόν το θυρωρείο, στο κέντρο  ενός τεράστιου τοίχου, σε έναν πελώριο χώρο, που ήταν η είσοδος της υπερμεγέθους πολυκατοικίας, των εξήντα και βάλε διαμερισμάτων, που μέναμε τότε, στα Πατήσια.
Παρόλο που ήταν μια φτωχική πολυκατοικία, σε μια φτωχική περιοχή, δεν μπορώ να μην απορήσω, για το πώς όλα σπέπνεαν έναν αέρα λιτής πολυτέλειας.
Το έπιπλο του θυρωρείου, οι χρυσαφένιες απλίκες, μίσχοι, με γυάλινα λουλούδια να προστατεύουν τις λάμπες, το μινωικό κόκκινο χρώμα των τοίχων, με τα γύψινα στολίδια, που έφταναν έως τις οροφές, οι γλάστρες με φυτά εκατέρωθεν της εισόδου και τα διάφωτα, στον κεντρικό τοίχο, δεξιά και αριστερά του "κόκκινου αρχηγείου", που έφερναν φως στην είσοδο, από την εσωτερική αυλή της πολυκατοικίας.
Πίσω από το θυρωρείο, η καρέκλα, το κλειδωμένο συρτάρι, δεν θυμάμαι να έχω δει ποτέ τι είχε μέσα και στο ράφι μπουκαλάκι με χλωρίνη και πανί, έτοιμο δια παν ενδεχόμενο.
Η Βαγγελιώ δεν αστειευόταν με την καθαριότητα.
Κάθε πρωί, έπιανε τη σκούπα, το φαράσι και τον σιδερένιο κούβα της με την τεράστια σφουγγαρίστρα και καθάριζε τον χώρο.
Μια τεράστια είσοδος που οδηγούσε σε δύο τριώροφες σκάλες. Δεξιά πτέρυγα. Αριστερή πτέρυγα. Τρεις και τρεις όροφοι με ένα μεγάλο διάδρομο ο καθένας.
Έπιανε και το τραγούδι μερικές φορές και πολλοί γείτονες της κάνανε λίγο πλάκα: "Ένα νερό κυρά Βαγγελιώ". Γέλαγε κι έδειχνε όλα τα χρυσά της δόντια. Και έπιανε το τραγούδι, πάλι.
Αντίλαλος, η πολυκατοικία.
Ηχείο η πολυκατοικία.
Κι όλα καλά.
Κι όλα καθαρά.
Κι εγώ, τώρα, χωμένος κάτω από το θυρωρείο, δίπλα στην καρέκλα, με κάτι στα χέρια, να παίζω. Δεν θυμάμαι τι ήταν. Πες το αυτοκινητάκι. Αλλά βαρέθηκα το αυτοκινητάκι. Αρχίζω να πηγαίνω πέρα δώθε, να τρέχω να σκαλίζω τις γλάστρες. Να κάνω τις βλακείες του τετράχρονου.
Η Βαγγελίτσα όμως δεν σηκώνει αταξίες. Δεν σηκώνει αταξία.
Έλα δω! Μου φωνάζει. Κουνάει τα χέρια της, ροζιασμένα, με τα μπρατσάκια παχουλά. Παχουλή ήταν. Αλλά με κάποιο τρόπο πολύ ευκίνητη.
Θέλεις να τραγουδήσουμε;
Τι; Ρωτάω εγώ.
Δεν ξέρεις κανένα τραγούδι;
Μπορεί και ναι μπορεί και όχι. Λέει ο σημερινός εαυτός μου, που δεν είναι σίγουρος εάν είχα ήδη ανακαλύψει το πώς τραγουδάνε, ή επρόκειτο στο εγγύς μέλλον.
Θα σου πω ένα τραγούδι εγώ, είπε και στο επόμενο δευτερόλεπτο, ένας άγγελος, με χρυσά δόντια, με χοντρά μπρατσάκια και με κοντά κατσαρά μαλλιά, τραγούδησε, τα πιο θλιμμένα λόγια, για εκείνο το ορφανό αγοράκι, πάνω στην πιο θλιμμένη μελωδία που είχα ακούσει στα τέσσερά μου χρόνια, πάνω στη γη.
Δεν ξέρω τι από όλα, εάν όχι όλα, με έφερε σε εκείνη την αδιέξοδη απόγνωση: ο σκοπός της μουσικής; Τα λόγια του τραγουδιού; Η ηχώ στους διαδρόμους και στις σκάλες; Ή η αγγελική φωνή της Βαγγελίτσας, που ήταν θυρωρός μόνο και δεν ήταν μια σοπράνο στη λυρική σκηνή.
Πού δεν έκανε πρόβες, παρά μόνο στη Σκάλα. Της πολυκατοικίας. Πού δεν έδινε παράσταση. Παρά μόνο για ένα θεατή. Για εμένα. Πού έκλαιγα. Έκλαιγα.
Σιγανά.
Μήπως και δεν ακούσω παρακάτω.
Μήπως και την διακόψω.
Μήπως και χάσω αυτήν την αδιέξοδη, μη διαχειρίσιμη για την ηλικία μου θλίψη, από την οποία δεν ήξερα πώς να ξεφύγω. Δεν ήθελα να ξεφύγω.
Αναφιλητά. Την διέκοψαν αναφιλητά.
Σταμάτησε ο Άγγελος και είπε η Βαγγελίτσα: Τι έπαθες;
Ήταν σχεδόν φοβισμένη. Σίγουρα δεν περίμενε κανείς από τους δύο μας αυτή μου την αντίδραση.
Δεν μπορούσα να μιλήσω. Μπορούσα μόνο να κλάψω. Μόνο. Χωρίς να σταματώ.
Βλαμμένο θα είναι το τετράχρονο, θα σκέφτηκε η καημένη η Βαγγελίτσα, αλλά αμέσως με πήρε στην αγκαλιά της, που μύριζε χλωρίνη να με παρηγορήσει, όπως θα έκανε στο Χρήστο της, το δικό της το παιδί.
Όταν ήρθε να με πάρει η μάνα μου, έπαιζα ήσυχα με το αυτοκίνητό μου, έχοντας ξεχάσει(;) το συμβάν.
Τη Βαγγελιώ, την άκουγα για πολλά χρόνια, έως την σύνταξη, να κάνει τις σκάλες και να τραγουδάει, άλλες φορές σιγανά κι άλλες δυνατά, τραγούδια από τα Γιάννενα, τον τόπο της, ή από αυτά που έπαιζαν στα ραδιόφωνα της εποχής.
Μετά, μάλλον θα πήγε στην πατρίδα της και τώρα, ποιος ξέρει σε ποιο σύμπαν να τραγουδάει και που να ακούγεται η ηχώ της φωνής της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: